- θρηνίζω
- (Μ θρηνίζω)1. θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θρηνιζόμενος, -ένη, -ονκλαμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. < θρηνώ κατά τα σε -ίζω, από τον αόρ. σε -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].
Dictionary of Greek. 2013.